διαμερίζει

διαμερίζει
διαμερίζω
divide
pres ind mp 2nd sg
διαμερίζω
divide
pres ind act 3rd sg
διαμερίζω
divide
pres ind mp 2nd sg
διαμερίζω
divide
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαιρέτης — Ο αριθμός που διαιρεί ένα άλλον, ο διαιρών, αυτός που διαμερίζει. Ο δ. δεν μπορεί να είναι το μηδέν, γιατί τότε η διαίρεση είναι αδύνατη. Δ. ενός ακέραιου αριθμού ονομάζονται οι ακέραιοι που τον διαιρούν ακριβώς. Σε αυτή την περίπτωση ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”